πουργός

πουργός
ο, ΝΜ
βοηθητικός εργάτης που μεταφέρει τη λάσπη ή τις πέτρες στους χτίστες, πηλοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπουργός (< υπό + έργο) με σίγηση τού αρκτικού υ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πουργώ — άω, και πουργεύω, Ν Μ [πουργός] 1. εργάζομαι ως πουργός 2. βοηθώ, συμβάλλω σε κάτι νεοελλ. (στον Ερωτόκρ.) υφίσταμαι αντίποινα, υποφέρω («πουργά για λόγου ντου τόσους καημούς και πάθη») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”